top of page
Grey Paint

Συχνές Ερωτήσεις

  • Ποια είναι η διαφορά ψυχολόγου, ψυχοθεραπευτή, ψυχιάτρου και συμβούλου ψυχικής υγείας;
    Ψυχολόγος είναι ο κάτοχος πτυχίου ψυχολογίας που ασχολείται με την μελέτη και την έρευνα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τους παράγοντες που την επηρεάζουν και πώς αυτή μπορεί να μεταβληθεί. Για να ασκήσει κάποιος το επάγγελμα του ψυχολόγου στην Ελλάδα θα πρέπει να έχει ολοκληρώσει τις προπτυχιακές του σπουδές του σε κάποιο Τμήμα Ψυχολογίας αναγνωρισμένου εκπαιδευτικού ιδρύματος της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Σε αυτήν την περίπτωση του χορηγείται άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ψυχολόγου από την Νομαρχία. Στις περισσότερες χώρες του εξωτερικού χρειάζεται μεταπτυχιακό ή διδακτορικό για να μπορέσει να πάρει κάποιος ολοκληρωμένη την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Ο ψυχίατρος είναι γιατρός, δηλαδή σπούδασε ιατρική αρχικά και μετά διάλεξε ως ειδίκευση την ψυχιατρική. Αποτελεί τον μοναδικό από τους παραπάνω που είναι σε θέση (νομικά και επιστημονικά) να δώσει φάρμακα, να γράψει εξετάσεις και να κάνει επίσημη διάγνωση. Ο ψυχίατρος πολλές φορές συνεργάζεται με ψυχολόγο στην αντιμετώπιση προβλημάτων ψυχοπαθολογίας που χρήζουν μίας πιο συνθετικής αντιμετώπισης. Ο ψυχοθεραπευτής, εφόσον έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του στη ψυχολογία ή στην ψυχιατρική, έχει εκπαιδευτεί με τετραετή εκπαίδευση σε κάποιο είδος ψυχοθεραπείας (πχ συστημική, γνωστική συμπεριφορική, ψυχοδυναμική κ.α.) και μέσα από θεωρητική κατάρτιση, εποπτεία και προσωπική ψυχοθεραπεία, μπορεί να βοηθήσει τον θεραπευόμενο να αντιμετωπίσει τα θέματα που τον δυσκολεύουν. Είναι σημαντικό να κρατήσουμε πως το γεγονός ότι κάποιος έχει σπουδάσει ψυχολογία ή ψυχιατρική, δεν τον μετατρέπει αυτόματα σε ψυχοθεραπευτή. Για να κατέχει τον εν λόγω τίτλο θα πρέπει να έχει ειδικευθεί. Οι εκπαιδεύσεις παρέχονται από αναγνωρισμένους και πιστοποιημένους εκπαιδευτικούς φορείς. Σεμιναριακού τύπου βραχυχρόνιες εκπαιδεύσεις δεν μπορούν να μετατρέψουν κάποιον σε ψυχοθεραπευτή. Ο σύμβουλος ψυχικής υγείας είναι ένας ιδιαίτερος τίτλος στην Ελλάδα. Νομικά μπορεί να δηλώσει ο οποιοσδήποτε τον τίτλο αυτό και να ανοίξει τον αντίστοιχο ΚΑΔ στην εφορία, χωρίς να χρειάζεται κάποιο πιστοποιητικό εκπαίδευσης ή άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι όλοι όσοι τον χρησιμοποιούν είναι εκτός του χώρου της ψυχικής υγείας (π.χ. μπορεί να μην αναγνωρίζεται στην Ελλάδα το πτυχίο τους από μια ξένη χώρα ή να έκαναν μια μικρή αλλαγή καριέρας από κάποιο επάγγελμα υγείας ή κοινωνικής επιστήμης). Το σημαντικό είναι να υπάρχει διαφάνεια και να μην χρησιμοποιείται κάποιος τίτλος που δεν αντιστοιχεί. Συνεπώς, εάν θέλετε να διασφαλίσετε την ποιότητα των υπηρεσιών που λαμβάνετε, μην διστάσετε να ρωτήσετε τον ειδικό ψυχικής υγείας με τον οποίον συνεργάζεστε αναφορικά με τις σπουδές του και την επαγγελματική του εμπειρία
  • Σε ποια περίπτωση θα χρειαζόταν να επισκεφθώ ψυχολόγο;
    Όλοι οι άνθρωποι ανά διαστήματα αντιμετωπίζουμε διάφορες δυσκολίες στην καθημερινότητα μας και βιώνουμε αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα όπως είναι το άγχος, ο φόβος, η θλίψη κ.α. Τα συναισθήματα αυτά είναι απόλυτα φυσιολογικά και οφείλουμε να τα αποδεχόμαστε και να τα αντιμετωπίζουμε ως τέτοια. Όταν όμως η ένταση, η συχνότητα και η διάρκεια των αρνητικών συναισθημάτων ή καταστάσεων που έχουμε να διαχειριστούμε αρχίζει και αυξάνεται, ή/και όταν η καθημερινή μας λειτουργικότητα διαταράσσεται και νιώθουμε ότι οι συνήθεις στρατηγικές μας και τα ψυχικά μας αποθέματα δεν επαρκούν, τότε είναι μια καλή ευκαιρία να ζητήσουμε τη συνδρομή κάποιου ειδικού ψυχικής υγείας. Ενδεικτικά κάποιες δυσκολίες που μπορούν να είναι το έναυσμα της προσωπικής μας θεραπείας είναι: εσωτερική ανάγκη για αυτογνωσία και αυτοβελτίωση, διαχείριση μεταβατικής περιόδου, συναισθήματα μοναξιάς, άγχους, αποτυχίας κ.α., κρίσεις πανικού, διαταραχές στον ύπνο, διαταραχές στις διατροφικές συνήθειες, επίμονες φοβίες, χαμηλή αυτοπεποίθηση, δυσκολίες επικοινωνίας στις συντροφικές, προσωπικές ή και εργασιακές μας σχέσεις, δυσκολίες στον έλεγχο του θυμό και στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων, σύγχυση στον γονεϊκό ρόλο, κρίση ταυτότητας, ψυχοσωματικά συμπτώματα, διαχείριση τραυματικών εμπειριών, ψυχικές διαταραχές κ.α. Σε κάθε περίπτωση, η αναζήτηση βοήθειας όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, αποτελούν ένδειξη δύναμης, καλής αυτογνωσίας και έμπρακτης αυτοφροντίδας. Άλλωστε αν δεν βοηθήσουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας, ποιος θα το κάνει;
  • Πως μπορώ να καταλάβω αν έκανα τη σωστή επιλογή ψυχολόγου;
    Οι τρόποι επιλογής που συνήθως χρησιμοποιούν οι ενδιαφερόμενοι για να βρουν ψυχολόγο, είναι η τυχαία επιλογή μέσα από κάποια επαγγελματική πλατφόρμα ή κατάλογο, η επιλογή μέσω κάποιας επαγγελματικής σελίδας από έρευνα στο διαδίκτυο ή το πιο σύνηθες, από γνωστό που έμεινε ευχαριστημένος και μας προτείνει τον δικό του ψυχολόγο. Αν και ο ασφαλέστερος τρόπος από πολλές απόψεις φαίνεται να είναι η πρόταση του γνωστού μας, στη πραγματικότητα κανένας από αυτούς τους τρόπους δεν μας διασφαλίζει ότι κάναμε σωστή επιλογή. Ο λόγος είναι ότι η ψυχοθεραπεία είναι μια διαδικασία, που εμπεριέχει αναπόφευκτα το διαπροσωπικό στοιχείο. Αυτό σημαίνει, ότι ακόμα και αν ο ειδικός έχει όλα τα απαραίτητα χαρτιά που επιβεβαιώνουν την επαγγελματική του υπόσταση αλλά και την επιστημονική του κατάρτιση, μπορεί σαν παρουσία ή σαν ιδιοσυγκρασία να μην μας καλύπτει. Γι’ αυτό το λόγο, αφού ελέγξουμε πρώτα απ’ όλα τα έγγραφα (πχ. Άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, πτυχίο, μετεκπαίδευση, τίτλους κ.τ.λ), που είναι υποχρεωμένος σαν επαγγελματίας να μας γνωστοποιήσει, έχουμε το δικαίωμα να ρωτήσουμε όλα εκείνα που έχουμε ανάγκη να γνωρίζουμε, για να νιώσουμε ασφαλείς και έτοιμοι να δουλέψουμε ψυχοθεραπευτικά. Είναι σημαντικό ο ψυχολόγος να κάνει ή να έχει κάνει ο ίδιος προσωπική θεραπεία σε διάφορα πλαίσια ψυχοθεραπείας (π.χ. ατομική, ομαδική ψυχοθεραπεία) και να κάνει εποπτεία με πιο έμπειρο ψυχολόγο (όσα χρόνια κι αν εργάζεται στον χώρο). Το σημαντικότερο στοιχείο είναι η αίσθηση που αποκτάμε κατά την πρώτη ή πρώτες συνεδρία/ίες. Αν δηλαδή ο ψυχολόγος μας, μάς εμπνέει εμπιστοσύνη, ασφάλεια, οικειότητα, ειλικρίνεια και αν αισθανόμαστε πως δεν μας κρίνει και ότι μας καταλαβαίνει. Για να χτιστεί η θεραπευτική σχέση χρειάζεται χρόνος, ο οποίος ποικίλει ανά άτομο, ωστόσο από τις πρώτες συνεδρίες μπορούμε να αισθανθούμε τα παραπάνω. Αυτά τα στοιχεία είναι μια καλή βάση για να ξεκινήσετε με σιγουριά τη ψυχοθεραπεία.
  • Γιατί να πάω σε ψυχολόγο αφού έχω φίλους που μπορώ να μιλήσω;
    Πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικά πράγματα, τα οποία δεν μπορούμε να συγκρίνουμε και δεν θα έπρεπε να συγχέουμε. Ο ρόλος του ψυχολόγου δεν είναι να μας “συμβουλέψει” ή να μας “παρηγορήσει” όπως ένας καλός και υποστηρικτικός μας φίλος. Και βέβαια είναι πολύ σημαντικό να έχουμε στη ζωή μας ανθρώπους που θα είναι εκεί για εμάς σε μία δύσκολη στιγμή και μάλιστα ο ψυχολόγος όχι μόνο δεν υποκαθιστά αυτές τις σχέσεις, αλλά τις ενισχύει. Σκοπός της θεραπευτικής διαδικασίας, είναι μέσω πλήθους μεθόδων και τεχνικών να αποκτήσει καλύτερη αυτογνωσία ο θεραπευόμενος, να κατανοήσει τις δυσκολίες του, και να ενδυναμώσει την ικανότητά του να αντιμετωπίζει όσα τον απασχολούν. Και για να γίνει αυτό είναι αναγκαίο να έχει για σύμμαχό του έναν ουδέτερο, μη εμπλεκόμενο συναισθηματικά αλλά και καταρτισμένο ειδικό που είναι εκπαιδευμένος στο να «ακούει» με πολύ διαφορετικό τρόπο από τους φίλους ή την οικογένειά μας. Είναι σημαντικό να έχουμε στο μυαλό μας πως η ψυχοθεραπευτική σχέση χαρακτηρίζεται από εχεμύθεια, ελεύθερη έκφραση, συνέπεια και έλλειψη λογοκρισίας σε ένα σταθερό θεραπευτικό πλαίσιο. Από την άλλη, οι φίλοι δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως ψυχοθεραπευτές, ούτε επιθυμούν έναν τέτοιο ρόλο, με παραπάνω προσδοκίες από όσο αντέχει η σχέση. Είναι άμεσα συναισθηματικά εμπλεκόμενοι, δεν μπορούν να κρίνουν αντικειμενικά, δεν γίνεται πάντα να ακούνε με αφοσίωση αυτά που λέγονται γιατί δεν έχουν εκπαιδευτεί σε αυτό και δεν μπορούν πάντα να λένε αυτό που σκέφτονται χωρίς κίνδυνο της σχέσης. Ακόμη κι αν το κάνουν όμως, πόσο μπορούμε πράγματι να τους ακούσουμε για πράγματα πολύ εσωτερικά δικά μας που μπορεί να έρχονται σε σύγκρουση και είμαστε κι οι ίδιοι μπερδεμένοι; Συνοψίζοντας, λοιπόν, οι υγιείς φιλικές σχέσεις μας βοηθούν να εξελιχθούμε, αλλά, παράλληλα, η ψυχοθεραπεία προσφέρει μια βαθύτερη και πιο ουσιαστική επικοινωνία με τον εαυτό μας, σε ένα προστατευμένο περιβάλλον με σαφή όρια.
  • Γιατί να ξεκινήσω ψυχοθεραπεία αφού μπορώ και μόνος/η μου να αντιμετωπίσω τα προβλήματά μου;
    Ο καθένας από εμάς σε συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του μπορεί να αντιμετωπίσει δυσκολίες στην καθημερινότητά του που να καθιστούν αναγκαία την επίσκεψη σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, είτε για θέματα που αφορούν τον ίδιο, είτε για να αναζητήσει υποστήριξη και συμβουλευτική ως προς το γονεϊκό/ συντροφικό του ρόλο. Αν είναι κανείς ειλικρινής με τον εαυτό του και απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό, έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες όχι μόνο να αλλάξει τον τρόπο αντιμετώπισης των θεμάτων που τον απασχολούν, αλλά και να μάθει καινούριους, περισσότερο λειτουργικούς τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς που θα τον βοηθήσουν να εξελιχθεί σαν άνθρωπος. Η μονίμως αρνητική στάση στο να ζητήσει κανείς βοήθεια σε συνδυασμό με την αίσθηση παντοδυναμίας ότι «τα αντιμετωπίζω όλα μόνος μου» οδηγεί στο να διαιωνίζονται τα προβλήματα, να μην αναλαμβάνουμε εμείς οι ίδιοι την ατομική μας ευθύνη και να παγιδεύουμε τον εαυτό μας μέσα σε έναν φαύλο κύκλο. Όλο αυτό βέβαια έχει επίδραση και στους γύρω μας. Η βοήθεια του ψυχοθεραπευτή είναι πολύτιμη, καθώς σύμφωνα με τον Άλμπερτ Αϊνστάιν «κανένα πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί στο ίδιο επίπεδο της σκέψης που το δημιούργησε».
  • Δεν έχω ξανακάνει ψυχοθεραπεία. Τι να περιμένω στην πρώτη συνεδρία με τον/την ψυχολόγο;
    Η πρώτη συνεδρία είναι περισσότερο διαδικαστική και αποτελεί την γνωριμία του θεραπευόμενου και του θεραπευτή. Ο ψυχοθεραπευτής εστιάζει στο να γνωρίσει τον άνθρωπο, να ακούσει την ιστορία του, να καταγράψει σημαντικές πληροφορίες για το παρελθόν του, καθώς και για την παρούσα φάση ζωής του. Ο σκοπός είναι να τον καταλάβει ως την ξεχωριστή ύπαρξη που είναι και, άρα, να μην τον ταυτίσει με τη δυσκολία που φέρνει. Ενημερώνει για το πλαίσιο, για το πως λειτουργεί ως θεραπευτής και δημιουργεί μαζί με τον θεραπευόμενο το θεραπευτικό τους συμβόλαιο (πόση ώρα διαρκεί η κάθε συνεδρία, το κόστος, τη συχνότητα κ.α.). Ο θεραπευόμενος από τη μεριά του, περιγράφει αυτό που τον προβληματίζει, καθώς και αυτό που ζητάει, το προσωπικό του αίτημα. Μπορεί να ρωτήσει οτιδήποτε θεωρεί σημαντικό για εκείνον σε σχέση με τον θεραπευτή. Είναι πολύ σημαντικό να αναφέρουμε πως είναι φυσιολογικό να υπάρχει άγχος κατά τη πρώτη συνεδρία καθώς και να μην ξέρει ο θεραπευόμενος τι να περιμένει. Στο τέλος της πρώτης συνεδρίας, έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει για τη συνέχεια ή όχι της ψυχοθεραπείας του με τον συγκεκριμένο θεραπευτή. Εάν δεν αισθάνεται έτοιμος είναι προτιμότερο να πάρει λίγο χρόνο και να δει πως θα αισθανθεί στις επόμενες συνεδρίες, καθώς ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται διαφορετικό χρόνο προσαρμογής και επεξεργασίας των καινούργιων συνθηκών.
  • Πως μπορώ να ξέρω ότι αυτά που λέω είναι εμπιστευτικά;
    Ο ψυχολόγος τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο όχι μόνο για τα άτομα που βλέπει, αλλά και για θέματα που αφορούν στο εκάστοτε πλαίσιο που εργάζεται. Οτιδήποτε αναφέρεται στο θεραπευτικό δωμάτιο από τον θεραπευόμενο είναι εμπιστευτικό και δεν το μοιράζεται με κανέναν άλλον. Ακόμη και στην εποπτεία του, όπου μιλάει για τα περιστατικά του με πιο έμπειρο ψυχολόγο, χρησιμοποιούνται κωδικά ονόματα ή τα αρχικά ώστε να μην μπορεί να γίνει η ταυτοποίηση των θεραπευόμενων. Σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις διακόπτεται η τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, όταν και εάν ο ψυχολόγος κρίνει πως κινδυνεύει η ζωή ή η ασφάλεια του ατόμου ή η ζωή/ ασφάλεια τρίτων προσώπων. Ακόμη και τότε οφείλει να ενημερώσει το άτομο πως πρόκειται να προβεί σε αυτήν την ενέργεια.
  • Πόσο καιρό πρέπει να κάνω θεραπεία ώστε να νιώσω καλύτερα;
    Πρόκειται για ένα ερώτημα στο οποίο δεν υπάρχει μια απάντηση καθώς ο άνθρωπος είναι ένα σύνθετο όν. Η διάρκεια της θεραπείας είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων όπως είναι το αίτημα, η προθυμία του θεραπευόμενου να δουλέψει με τον εαυτό του, οι οικονομικές του δυνατότητες αλλά και η εξέλιξη της καθημερινότητας (αν έχει συμβεί κάτι σημαντικό πχ θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου ή απότομη αλλαγή συνθηκών κλπ). Σίγουρα στόχος της ψυχοθεραπείας δεν είναι ο θεραπευόμενος να είναι εξαρτημένος από το ψυχολόγο και να υποχρεώνεται σε ατέρμονες διαδικασίες που τον επιβαρύνουν οικονομικά. Από την άλλη, ο θεραπευόμενος θα πρέπει να είναι διατεθειμένος να αφιερώσει χρόνο στον εαυτό του και να μην απαιτεί από το ψυχολόγο μαγικές λύσεις εξπρές. Στην περίπτωση που ο θεραπευόμενος αποφασίσει, ανά πάσα στιγμή, να διακόψει την ψυχοθεραπεία, ο θεραπευτής οφείλει να σεβαστεί την απόφαση αυτή και να τον «αποδεσμεύσει», αφού πρώτα φροντίσει να του παρέχει μια ουσιαστική ανατροφοδότηση για την πορεία του μέχρι εκείνη τη στιγμή.
  • Τι είναι η συστημική ψυχοθεραπεία;
    Η συστημική ψυχοθεραπεία βασίζεται στη θεωρία των συστημάτων (Bertalanfy, 1968) όπως αυτή εφαρμόστηκε στο πεδίο της ψυχικής υγείας τη δεκαετία του ‘50. Είναι μια θεραπευτική προσέγγιση που ξεκίνησε ως θεραπεία οικογένειας, έπειτα εφαρμόστηκε σε ζευγάρια και μετέπειτα σε άτομα. Αποτελεί ένα σύγχρονο επιστημονικό μοντέλο θεώρησης και κατανόησης της πραγματικότητας που στρέφει την ψυχολογική ματιά από το άτομο στο σύστημα και από τις προσωπικές ιδιότητες στις σχέσεις. Ως σύστημα ορίζεται το σύνολο των στοιχείων σε αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση. Ο θεραπευόμενος που «αντιμετωπίζεται συστημικά» από τον ψυχοθεραπευτή γίνεται κατανοητός ως μέλος ενός πλέγματος σχέσεων και όχι ως ένα μεμονωμένο άτομο. Για να γίνει κατανοητό αυτό, αρκεί να σκεφτούμε σε πόσες κοινωνικές ομάδες/συστήματα ανήκουμε π.χ. οικογένεια, εργασία, φιλίες, γειτονιά που κατοικούμε κτλ. Η συστημική προσέγγιση προσπαθεί να αναλύσει και να κατανοήσει την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των συστημάτων, καθώς και την αλληλεπίδραση τους με το εξωτερικό περιβάλλον τους. Το σύμπτωμα που φέρει το άτομο θεωρείται αποτέλεσμα δυσλειτουργίας του όλου οικογενειακού συστήματος στο οποίο ανήκει. Δηλαδή δε δίνεται τόση σημασία στο σύμπτωμα, αλλά στις διεργασίες μέσα στην οικογένεια που καθιστούν απαραίτητη την παρουσία του. Ο θεραπευτής αντιμετωπίζει ολόκληρο το πλαίσιο στο οποίο ανήκει το άτομο με το σύμπτωμα. Ένα πλεονέκτημα της συστημικής θεραπείας είναι ότι μπορεί να συμβάλλει σε αλλαγές στην οικογένεια χωρίς να παρευρίσκονται όλα τα μέλη σε θεραπεία. Αυτό συμβαίνει γιατί η συγκεκριμένη κατεύθυνση πιστεύει πως κάθε αλλαγή σε κάποιο στοιχείο του συστήματος επιφέρει αλλαγές σε ολόκληρο το σύστημα. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η συστημική ψυχοθεραπεία δεν αφαιρεί την προσωπική ευθύνη του ανθρώπου και την αποδίδει στη σχέση. Αποδίδει στον θεραπευόμενο την ευθύνη, άρα τη δύναμη, να διαμορφώσει στο σήμερα ένα λειτουργικό και ικανοποιητικό σχετίζεσθαι, με παράλληλη αναφορά στο παρελθόν και στην παιδική ηλικία, ώστε να κατανοηθούν οι τρόποι διαμόρφωσης των δυσλειτουργικών μοτίβων σχετίζεσθαι.
bottom of page